Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020








          Γιατί  έτσι;

Τη χρήση ηλεκτρονικού ένθετου την επέβαλε το γεγονός ότι το CD αυτό καθ’ εαυτό, ως μέσο μουσικών καταγραφών, κλείνει και στη χώρα μας τον κύκλο του. Ζούμε πλέον τις τελευταίες του στιγμές. Με τη σκέψη λοιπόν ότι η πρόσβαση σε ένα blog είναι πιο εύκολη, αλλά και αναγκαία ίσως για όποιον αποκτήσει, ειδικά με ηλεκτρονικό τρόπο αυτό το έργο, τον διευκολύνουμε νομίζω να σχηματίσει  ολοκληρωμένη εικόνα γι' αυτή την προσπάθεια.
Επιπρόσθετα η ηλεκτρονική μορφή του ένθετου προσφέρει περισσότερες δυνατότητες απ΄όσες η έντυπη.  
Επέλεξα επίσης συνειδητά[παρ’ ότι τα εικαστικά του CD είναι έγχρωμα]  όλες οι  φωτογραφίες που συνοδεύουν τα τραγούδια να είναι ασπρόμαυρες και να απεικονίζουν οι περισσότερες παλιούς οργανοπαίκτες και συγκροτήματα. Είναι μια τιμή που οφείλουμε στους αφανείς αυτούς εργάτες,  που υπηρέτησαν το δημοτικό μας τραγούδι κάτω από αντίξοες συνθήκες, το κράτησαν ζωντανό στη πορεία του χρόνου και το παρέδωσαν σε μας.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους βοήθησαν για να βγει αυτό το CD και να ζητήσω συγνώμη απ’ όσους  ταλαιπώρησα, όπως λένε, με την τελειομανία μου. Ιδιαίτερα να ευχαριστήσω τους χορηγούς που, παρά τις δύσκολες συγκυρίες, κάλυψαν σημαντικό μέρος του κόστους με μόνο κίνητρο την αγάπη τους για το δημοτικό τραγούδι, χωρίς καμιά διάθεση προβολής, επίδειξης ή υστεροβουλίας. 
Με την ελπίδα ότι βοηθάω, έστω και κατ’ ελάχιστον, να μη σβήσει η φλόγα της παράδοσης, παραδίδω στην αγάπη σας τα ‘’Ηχοχρώματα της Πίνδου’’.

                               Γιώργος Υφαντής
                    e-mail: ifantisg@gmail.com
                             τηλ: 6972713528





Οι μουσικοί μας :










 Γιώργος  Κωτσίνης



                                                                            Κώστας Κίκιλης







   Θωμάς Κωνσταντίνου







Ο αείμνηστος
       Θανάσης Μαρκόπουλος





 Κώστας Μερετάκης













Ένα μικρό δείγμα από  τα παιδικά μου  ακούσματα που μαζί με τις παραστάσεις από το περιβάλλον του χωριού διαμόρφωσαν αυτό που λέμε βιωματικό τρόπο ερμηνείας.
Οι αγαπημένοι αυτοί άνθρωποι έχουν φύγει προ πολλού από τη ζωή. Μετάγγισαν όμως σε μένα όλα όσα γνώριζαν και με τροφοδότησαν με  σπάνια και άγνωστα τραγούδια.

                                                   Τους ευγνωμονώ 






                                              




                      Ένα μικρό δείγμα από κάθε τραγούδι


                                 η λίστα των τραγουδιών

                                                                              1.


                    Σήμερα η μάνα του γαμπρού


                           [Σαρακατσάνικο τραγούδι του γάμου].

                                                          Χορός: στα τρία

Οι Σαρακατσάνοι, φυλή με κατ’ εξοχήν ποιμενική ενασχόληση, κατοικούσαν πάντα στις παρυφές της Πίνδου. Άφησαν, όπως είναι φυσικό,  έντονη τη σφραγίδα τους στη μουσική παράδοση της περιοχής με τα τραγούδια τους, που για αιώνες τα έλεγαν χωρίς τη συνοδεία οργάνων αλλά με το στόμα. Στα γαμήλια τραγούδια τους, που κατέχουν ξεχωριστή θέση, εκφράζεται όλο το πλέγμα των ανθρώπινων συναισθημάτων που δημιουργεί αυτό το ευχάριστο γεγονός. Χαρά δηλαδή  που σμίγουν δυο νέοι άνθρωποι και ξεκινούν τη ζωή τους αλλά και θλίψη κυρίως για το κορίτσι που πολλές φορές παντρευόταν μακριά και ουσιαστικά χανότανε από το οικογενειακό περιβάλλον. Θλίψη ακόμη και για το γονιό[πατέρα ή μάνα] που έφυγε νωρίς από τη ζωή και δεν αξιώθηκε να ζήσει αυτή την όμορφη στιγμή.
Το τραγούδι που περιλαμβάνεται στο CD προσπαθεί να περιγράψει στο πρόσωπο της μάνας του γαμπρού όλη την ευχάριστη ένταση που δημιουργεί το τελετουργικό του γάμου. Η Σαρακατσάνα μάνα, που την αξίωσε ο Θεός να παντρέψει το γιο της και μάλιστα με κοπέλα της έγκρισής της, δίνει όλο της τον εαυτό για να γίνουν τα πάντα όπως πρέπει αυτή τη σπουδαία μέρα για το σπιτικό της. Σκουπίζει  όχι μόνο το καλύβι της μέσα κι έξω αλλά και τους γύρω απ’ αυτό δρόμους, τους ραίνει με ροδοπέταλα  για να περάσει ο γιος της και απαιτεί από τα στοιχεία της φύσης να σεβαστούν την ιερότητα της ημέρας και τη χαρά της.

Οι στίχοι του:

Σημε- μωρέ σημε-σήμερα  η μάνα του γαμπρού
σήμερα  η μάνα του γαμπρού κι η πεθερά της νύφης
κι η πεθερά της νύφης.
Τους δρο- μωρέ τους δρο-τους δρόμους εκκαθάριζε
τους δρόμους εκκαθάριζε με ρόδα τους γιομίζει
με ρόδα τους γιομίζει.
Με το μωρέ με το με τον  αέρα μάλωνε
με τον  αέρα μάλωνε με το βοριά μαλώνει
με το βοριά μαλώνει.
Πάψε μωρέ πάψε-πάψε βοριά μου να φυσάς
πάψε βοριά μου να φυσάς πάψε να κουρνιαχτίζεις*
να κουρνιαχτίζεις.
Για να μωρέ για να για να  περάσει ο γιόκας μου
 για να  περάσει ο γιόκας μου τη νύφη για να φέρει
τη νύφη για να φέρει.

*κουρνιαχτός= μεγάλη ποσότητα σκόνης που αιωρείται.



                                                                                      2.


                   Αρχές του 1900. Κτήμα Ζάρα. Γλέντι με τον Κουτσονίτσα.
                    [Από την μελέτη: Μουσική από την Ήπειρο του Γιώργου Κοκκώνη]




                    

                            
      Φωτογραφία: Σπύρος Μελετζής





                                Γαϊτανοφρυδούσα

                            [τραγούδι της αγάπης από τη Θεσσαλία]

                                                           Χορός: Καλαματιανός

Τα μάτια και τα φρύδια της γυναίκας έχουν υμνηθεί περισσότερο από κάθε άλλο σημείο της στα δημοτικά μας τραγούδια.[έχει τα μάτια σαν ελιές τα φρύδια σα γαϊτάνι].* Τα φρύδια λοιπόν της όμορφης Θεσσαλιώτισσας, που είναι σα γαϊτάνι* έδωσαν και τον τίτλο στο συγκεκριμένο τραγούδι από τη Μακρυνίτσα του Πηλίου.

Οι στίχοι του:

Το θιαμέ- ρούσα* μου, γαϊτανοφρυδούσα μου
το θιαμένουμαι*  κι εγώ τι λουλούδι θα γενώ
Πού θα πάω να φυτρώσω ποιες καρδιές να βαλαντώσω*
Φύτρωσα στη Μακρυνίτσα* που ήταν τα καλά κορίτσια
Και με βάλανε στη μέση να διαλέξω ποια μ’ αρέσει
Να διαλέξω την Ελένη τη ζαχαροζυμωμένη
Να διαλέξω τη δασκάλα που ‘ ναι  άσπρη σαν το γάλα
Κόκκινη σαν το κεράσι που ποτέ δε θα γεράσει.

*Γαϊτάνι: έντεχνα  πλεγμένο  κορδόνι  με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερεις (τεχρίλι), ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο.
*Ρούσα: Ξανθιά
*θιαμένομαι-= παραξενεύομαι, απορώ. Σε κάποιες περιπτώσεις στο τραγούδι το συναντάμε: το θαμεύομαι
*Βαλαντώνω: στεναχωριέμαι, θλίβομαι από τον καημό της αγάπης.
*Στην πρώτη-πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού που έγινε το 1931 από τον Ευάγγελο Ζαραλή, λέει όχι Μακρυνίτσα αλλά Βιτρινίτσα [είναι η Σλάβικη ονομασία του χωριού Τολοφώνα Φωκίδας].
Βιτρινίτσα στα Σλάβικα σημαίνει ανεμοχώρι.



                                                                                  3.

Ο Γιώργος Βούκιας, στην αρχή της καριέρας του, σε γάμο.
 [Από τη μελέτη του Γιάννη Δήμα: Ο χορός στην παράδοση του Ασπροποτάμου. aspropotamosnews.blogspot.com]       

                              1938 περίπου. Το συγκρότημα των Λαβιδαίων.

Κλαρίνο: Θανάσης Λαβίδας, σαντούρι: Θεοφάνης Λαβίδας, Βιολί: Δημήτρης Λαβίδας, Λαούτο: Στέργιος Μπλάνας.


                      Στάζουν τα κεραμίδια σου

                                [Ασπροποταμίτικο  της αγάπης]

                                                            Χορός: Τσάμικος

Αγαπημένο τραγούδι στις περιοχές που διαρρέει ο ποταμός Αχελώος[Βλαχοχώρια Ασπροποτάμου, Αργιθέα, Ευρυτανία, Αιτωλοακαρνανία]. Στις περισσότερες περιοχές έχει παγιωθεί ο τρόπος απόδοσής του, τόσο στο μουσικό μέρος όσο και στον  τρόπο ερμηνείας. Η συγκεκριμένη εκτέλεση που περιέχεται στο CD στηρίζεται στον τρόπο που απέδιδαν το τραγούδι στα χωριά του Ασπροποτάμου οι κομπανίες των παλιών οργανοπαικτών  του Γιώργου Βούκια,  του Θανάση Λαβίδα κ.α. Στόχος μας να πλησιάσουμε τις ρίζες του τραγουδιού και να τις φέρουμε ξανά στην επιφάνεια.

Οι στίχοι του:

Στάζουν τα κε- κι αμάν αμάν στάζουν τα κεραμίδια σου
στάζουν τα κεραμίδια σου μαύρα γλαρά ειν’  τα φρύδια σου
[Στάζουν κι αντισταλάζουνε
μες στην καρδιά με σφάζουνε]
Στάζει κι εμέ κι αμάν αμάν στάζει κι εμέ η καρδούλα μου
στάζει κι εμέ η καρδούλα μου για μια γειτονοπούλα μου
γειτονοπού- κι αμάν αμάν γειτονοπούλα μου να ζεις
γειτονοπούλα μου να ζεις κι αν σε ρωτήσουν να τους πεις
ποιος δέντρος κα- κι αμάν αμάν ποιος δέντρος κάνει τον ανθό
ποιος δέντρος κάνει τον ανθό ποια μάνα τον καλόν [υ]γιό.
[Μηλίτσα κάνει τον ανθό
Κι η μάνα σ[ου] τον καλόν [υ]γιό].




                                                           4.



          

Οργανοπαίχτες από το Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου. Κλαρίνο: Γιώργος Γκαβαλίνης, Βιολί: Γιώργος Καραμέρης, Λαούτο: Αποστόλης Διανέλος, Νταούλι: Γιάννης Γκαβαλίνης.

[Η φωτογραφία είναι από το ιστολόγιο Φθιωτικός Τυμφρηστός και το αρχείο του μουσικού Αναστάσιου Ηλιόπουλου ]




                       Με το βασιλικόφυλλο
       
 [τραγούδι της ξενιτιάς και της αγάπης από την Αργιθέα]


                                                         Χορός: [παλιό] κλειστό

Πρόκειται για πραγματικό αριστούργημα απ’ αυτά που κοσμούν τη λαϊκή μας ποίηση. Τραγούδι γεμάτο ρομαντισμό αλλά και μελαγχολία. Ρομαντισμός για την αγνή αγάπη δυο νέων ανθρώπων και μελαγχολία για τις άσχημες καταστάσεις και τα παιχνίδια της μοίρας που ανατρέπουν τα όνειρα και τους σχεδιασμούς  τους. Ο νέος ξενιτεύεται για να καζαντίσει και να γυρίσει, όσο πιο σύντομα γίνεται, να παντρευτεί την κοπέλα που αγαπά και να στήσουν το σπιτικό τους. Η κοπέλα  που μένει πίσω και περιμένει στωικά, αρρωσταίνει άσχημα. Αναγκάζεται να γράψει στον καλό της και τον παρακαλεί να γίνει πουλί, να πετάξει και να ‘ρθει για την προλάβει ζωντανή. Η γραφή γίνεται με φύλλο βασιλικού!

Οι στίχοι του:

Άι  με το βασιλικόφυλλο
άι με το βασιλικόφυλλο πιάνω και γράφω γράμμα
Άι να στείλω στη μωρ’ στην αγάπη μου
άι να στείλω στην αγάπη μου και πνίγομαι στο κλάμα

               γύρισμα

Πουλάκι αγα- ν’ αγάπη μ’ να γενείς
Πουλάκι αγάπη μ΄να γενείς γιατί ‘μαι αρρωστημένη
Να ‘ρθεις το γρη- το γρηγορότερο
Να ‘ρθεις το γρηγορότερο μη με ‘βρεις  πεθαμένη.

-Παραλλαγές του τραγουδιού με παρεμφερές θέμα  και στίχους έχουν  καταγραφεί. Με αυτή όμως τη  μορφή το τραγούδι βγαίνει για πρώτη φορά στη δισκογραφία.



                                                    5.



                                                 Λαφίνα

                              [τραγούδι του γλεντιού  από τα Γρεβενά και τη Ν.Πίνδο]

                                                                Χορός: στρωτός συρτός

    

Πλήρη εικόνα για τη θεματολογία του τραγουδιού σχηματίζει κανείς στην καθ’ αυτό Μακεδονική εκδοχή του. [Τα Γρεβενά ανήκουν βέβαια στη Μακεδονία αλλά στο νότιο τμήμα της που δέχεται επιρροές και από τη Θεσσαλία]. Εκεί λοιπόν διαπιστώνουμε ότι το τραγούδι στην ουσία του είναι μοιρολόι, γιατί περιγράφει το θρήνο της μάνας [Ε]λαφίνας για το μονάκριβο [ε]λαφάκι της που έκανε 12 ολόκληρα χρόνια να το αποκτήσει και μια μέρα, στο καθιερωμένο κυνήγι, της το σκότωσε ο κυνηγός. Από τότε η δύσμοιρη μάνα περπατάει μονάχη της, ξεκομμένη από το κοπάδι, στ’ απόσκια των δέντρων, αγναντεύει στ’ απόζερβα  ‘’κι όπου ‘βρει γάργαρο νερό, θολώνει το και πίνει’’. Η τραγικότητα που ζει το άτυχο ζώο, επειδή έχει αντιστοίχιση στην ανθρώπινη πραγματικότητα, κάνει το τραγούδι ιδιαίτερα  συμπαθές, γιατί αγγίζει ευαίσθητες χορδές της μητρικής φύσης και όχι μόνο. Στη Θεσσαλική και Γρεβενιώτικη χρήση του τραγουδιού, [όπως αυτή που περιλαμβάνεται στο CD], επικράτησαν οι στίχοι εκείνοι που παραπέμπουν σε μια φυσιολατρική εικόνα αναψυχής και αποκόπηκαν ή αδρανοποιήθηκαν αυτοί που περιγράφουν το δράμα κι έτσι το τραγούδι, σε συνδυασμό με την ευχάριστη μουσική του,  κατέληξε να είναι από τα πιο αγαπημένα στα τοπικά γλέντια.


Οι στίχοι του:

Ρίχνω το μαντηλάκι μου
τριόδιπλο στον ώμο, λαφίνα μου
τριόδιπλο στον ώμο, χαδιάρα μου

Και παίρνω δίπλα τα βουνά
δίπλα τα κορφοβούνια, λαφίνα μου
δίπλα τα κορφοβούνια, χαδιάρα μου

Βρίσκω τα  [ε]λάφια να βοσκούν
και να δροσολογιούνται, λαφίνα μου
και να δροσολογιούνται, χαδιάρα μου

Και μια λαφίνα ταπεινή
δεν πάει μαζί με τα’ άλλα, λαφίνα μου
δεν πάει μαζί με τα’ άλλα, χαδιάρα μου

Μόνο στ’ απόσκια περπατεί
στ’ απόζερβα αγναντεύει, λαφίνα μου
στ’ απόζερβα αγναντεύει, χαδιάρα μου.



Οι στίχοι της Μακεδονικής εκδοχής του τραγουδιού:

Όλα τα 'λάφια βόσκουνε
κι όλα δροσολογιούνται
και μια λαφίνα ταπεινή

δεν πάει μαζί με τ' άλλα

μόνο τ' απόσκια περπατεί

τ' απόζερβα αγναντεύει

κι οπ' ‘ βρει γάργαρο νερό

θολώνει και το πίνει

Ο Ήλιος την ερώτησε

κι ο Ήλιος τη ρωτάει

γιατί λαφίνα μ' ταπεινή

δεν πας μαζί με τ' άλλα

μόνο τ' απόσκια περπατείς

τ' απόζερβα αγναντεύεις

κι οπ' ‘βρεις γάργαρο νερό

θολώνεις το και  πίνεις;

Ήλιε μου σαν με ρώτησες

θα σου τ' ομολογήσω

Δώδεκα χρόνους έκανα

μόνη χωρίς ελάφι

κι από τους δώδεκα και μπρος

εγέννησα λαφάκι

και κει που βγήκε ο κυνηγός

να 'λαφοκυνηγήσει

το βλέπει βόσκαε μοναχό

ρίχνει και το σκοτώνει.

Ο Ήλιος τότε δάκρυσε

κι έσβησε το φεγγάρι

κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές

βαριά αναστενάξαν

κλάψε με μάνα, κλάψε με

με ήλιο με φεγγάρι

και 'γω τ' απόσκια περπατώ

ζερβά-ζερβά γυρίζω

κι οπ' ‘βρω γάργαρο νερό

θολώνω το και πίνω.


                                                                   6.
    1929. Γάμος στο Γαρδίκι. Βιολί: Μήτρος Βαλαχάς, Κλαρίνο: Στέργιος Δημητρούλας και Χρήστος   Μπανιάκας, Λαούτο: Κώστας Βλαχαγγέλης.

               [Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Σωτήρη Γοργογέτα]

                                     Νταϊλιάνα*

                            [τραγούδι της αγάπης από τη Θεσσαλία]


                                                                          Χορός: Τσάμικος

Εμβληματικό τραγούδι ταυτισμένο με τη Θεσσαλία κυρίως αλλ' όχι μόνο. Σύμφωνα με τον Θεοχάρη Παντίδη, που διεκδίκησε την πατρότητα του τραγουδιού, η Νταϊλιάνα ενσωματώνει και εκφράζει στην μουσική της τρεις όμορες μεταξύ τους περιοχές: Της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας. Γράφτηκαν οι στίχοι του[σύμφωνα πάντα με τον Παντίδη] το 1947 σε μελωδία που προϋπήρχε και κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά με τον Βαϊο Μαλλιάρα στο κλαρίνο και τον ίδιο στο τραγούδι. Αγαπήθηκε πάντως αμέσως και μαζί με την Ιτιά, τον Αϊτό, τα Νιάτα και τα Μάγια είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά τσάμικα της Στεριανής Ελλάδας. Στο τραγούδι υμνείται η ομορφιά μιας λυγερόκορμης κοπέλας.

Οι στίχοι του:

 Άιντε δε μπόρεσα Νταϊλιάνα μου
 αχ δε μπόρεσα να βρω καμιά
 άιντε δε μπόρεσα να βρω καμιά
αχ με τη δική σου ομορφιά.
Άιντε τι να τα κάνω Νταϊλιάνα μου
αχ τι να τα κάνω τα φλουριά
 άιντε τι να τα κάνω τα φλουριά
αχ μπρος στη δική σου ομορφιά.
Άιντε θέλω να γίνεις Νταϊλιάνα μου
αχ θέλω να γίνεις ταίρι μου
άιντε θέλω να γίνεις ταίρι μου
αχ όμορφο περιστέρι μου.

*Νταϊλιάνα: όμορφη, λυγερόκορμη κοπέλα.




                                                          7.

Η φωτογραφία είναι από τη μελέτη του Γιάννη Δήμα: Ο χορός στην παράδοση του Ασπροποτάμου.
[aspropotamosnews.blogspot.com]


                               Αηδόνι-Τασιά

                           [Βλάχικο  από τα Γρεβενά]

                      Χορός:Βλάχικος συγκαθιστός Γρεβενών

Η εδαφική μορφολογία της περιοχής των Γρεβενών, που δεν ήταν εύκολα προσβάσιμη, λόγω των ορεινών όγκων που τα περικλείουν, βοήθησε  να διατηρηθούν ανέπαφα σχεδόν από άλλες επιρροές τα τραγούδια και οι χοροί των Κουπατσαραίων και των Βλάχων που κατοικούν στα μέρη αυτά.
Από τους βασικότερους χορούς στην περιφέρεια των Γρεβενών είναι ο συγκαθιστός. Αργός και βαρύς, χορεύεται σε κάθε ευκαιρία[πανηγύρια-γάμους-γλέντια κ.λ.π] αντικριστά και ελεύθερα, χωρίς οι χορευτές να πιάνονται μεταξύ τους. Στην κατηγορία αυτού του χορού ανήκει το τραγούδι ‘’Αηδόνι’’, που έχει ταυτιστεί με την περιοχή και θεωρείται αντιπροσωπευτικό του χορευτικού και τραγουδιστικού Γρεβενιώτικου ύφους.
Οι συγκαθιστοί χοροί έχει σχεδόν καθιερωθεί να συνοδεύονται από τα λεγόμενα ‘’γυρίσματα’’, τραγούδια δηλαδή με πιο εύθυμη μελωδία και ρυθμό. Στα γυρίσματα οι χορευτές είναι πιο απελευθερωμένοι και οι κινήσεις τους πιο χαλαρές. Από τα πιο δημοφιλή γυρίσματα της περιοχής είναι η Τασιά, τραγούδι που σχολιάζει με επαινετική, ερωτική αλλά συνάμα και πειρακτική διάθεση το χαρακτήρα, το ντύσιμο και τη συμπεριφορά της συγκεκριμένης γυναίκας.

Οι στίχοι τους:

Άιντε[ή όρε] ν’ ακούς τ’ αηδόνι πώς νε νε πώς λαλεί
ορέ να παντρευτεί γυρεύει
ορέ και  την τρυγόνα κα- νε νε κάλεσε
ορέ γυναίκα να την πάρει
ορέ σαν τ’ άκουσε νε νε η πέρδικα
ορέ πολύ της βαριοφάν[η]κε

Οι στίχοι της Τασιάς:

 Ααααχ
Τασιά, μωρή Τασιά, σαν πας στην εκκλησιά
 ν’  ανάψεις δυο λαμπάδες και τέσσερα κεριά[δις]

 τι `ν(αι) το, μωρέ τι’ ν’[αι] το φουστάνι σου κοντό
 και πίσω σου ζαρώνει, βαριά μας βαλαντώνει.[δις]

 Τασιά , μωρή Τασιά, γιατί μας κάκιωσες
 γιατί `σαι κακιωμένη, βαριά  βαλαντωμένη.[δις]
 Γιατί, μωρή  γιατί μας κάνεις το βαρύ
 μας κάνεις το μεγάλο, για σένα θα πεθάνω.[δις]

Και στην περιοχή της Θεσσαλίας το ίδιο τραγούδι διανθίζεται με τα ακόλουθα στιχάκια:

 Μωρή στραβοτσεμπέρω, και σβάρνα την ποδιά
 τρελαίνεις παλικάρια κι ανύπαντρα παιδιά.[δις]

 Τασιά μωρή Τασιά τι λέει ο άντρας σου;
θέλει να σε χωρίσει κι ας έχεις πέντε έξ’ παιδιά[δις]





                                                           8.

                                      1921 Άνω Σουδενά Ιωαννίνων.

[Η φωτογραφία είναι από τη μελέτη του Κώστα Παπαγιαννόπουλου: Ο δημόσιος βίος στα Σουδενά της Ηπείρου και των Καλαβρύτων[1700-1830]


                     Λα πόμλου ντι νίνγκα  μάρε

         [Βλαχόφωνο  Γραμμουστιάνικο  τραγούδι της αγάπης]

                                                                    Χορός: Στα τρία

Οι Γραμμουστιάνοι Βλάχοι κατάγονται από την κορυφή του Γράμμου. Αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς το Άνω Νευροκόπι
Δράμας στα τέλη του 18ου αιώνα απελπισμένοι από τις συνεχείς λεηλασίες των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά. Εδώ δημιούργησαν εξ αρχής καινούριο χωριό το Παπά-Τσαϊρ με 120 περίπου οικογένειες. Ξεριζώθηκαν όμως κι από δω το 1913 όταν οι Βούλγαροι έκαψαν το χωριό τους και σκόρπισαν στα χωριά της Δράμας και των Σερρών Προσοτσάνη, Μητρόπολη, Ροδελείβος, Πρώτη και αλλού. Σε όλη όμως τη διαδρομή τους διατήρησαν τα υπέροχα τραγούδια τους που λέγονται στη Βλάχικη και την Ελληνική γλώσσα. Ένα απ’ αυτά είναι και το τραγούδι της αγάπης ‘’Λα πόμλου ντι νίνγκα μάρε’’ [Στο δέντρο κοντά στη θάλασσα].

Οι στίχοι του:

Λα πόμλου ντι  νίνγκα μάρε
[στο δέντρο κοντά στη θάλασσα]
μοϊ λελί  λελιλίτσι λιά
[μωρ’ λουλούδι μου]
Λα πόμπλου ντι νίνγκα μάρε
[στο δέντρο κοντά στη θάλασσα]
τριανταφύλλα ρόσι σγκάλμπινε
[τριαντάφυλλο χρυσοκόκκινο]
Ντοάρμι βρούτα σουμ αούμπρε
[κοιμάται η αγάπη μου]
μοϊ λελί  λελιλίτσι λιά
[μωρ’ λουλούδι μου]
Ντοάρμι βρούτα σουμ αούμπρε
[κοιμάται η αγάπη μου]
τριανταφύλλα ρόσι σγκάλμπινε
[τριαντάφυλλο χρυσοκόκκινο]
Σουμ αούμπρε σπιάλμπε κιάτρε
[κάτω απ’ τη σκιά, πάνω σε άσπρη πέτρα]
μοϊ λελί  λελιλίτσι λιά
[μωρ’ λουλούδι μου]
Σουμ αούμπρε σπιάλμπε κιάτρε
[κάτω απ’ τη σκιά, πάνω σε άσπρη πέτρα]
τριανταφύλλα ρόσι σγκάλμπινε
[τριαντάφυλλο χρυσοκόκκινο]
Σιασκουλέ σουν βίντου ζούρλου
[σηκώθηκε ένας αέρας τρελός]
μοϊ λελί  λελιλίτσι λιά
[μωρ’ λουλούδι μου]
Σιασκουλέ σουν βίντου ζούρλου
[σηκώθηκε ένας αέρας τρελός]
τριανταφύλλα ρόσι σγκάλμπινε
[τριαντάφυλλο χρυσοκόκκινο]
Σιασκούλντε ρε φρεντζίλι τούτι
[και σκόρπισε τα φύλλα όλα]
μοϊ λελί  λελιλίτσι λιά
[μωρ’ λουλούδι μου]
Σιασκούλντε ρε φρεντζίλι τούτι
[και σκόρπισε τα φύλλα όλα]
τριανταφύλλα ρόσι σγκάλμπινε
[τριαντάφυλλο χρυσοκόκκινο].



                                                  9.

           



                        Στου κύρη γαμπρού την πόρτα

                                [Σαρακατσάνικο του γάμου]

                                            Χορός: Ζαγορίσιος

Το όμορφο αυτό τραγούδι προέρχεται από τους Σαρακατσάνους της Ηπείρου. Έτσι εξηγείται και ο Ζαγορίσιος χορός στα βήματα του οποίου αποδίδεται. Κεντρικό πρόσωπο του θέματός του, μετά την εισαγωγή των πρώτων στίχων, που σκοπό έχουν να μας βάλουν στο γαμήλιο πνεύμα  με τα κυπαρίσσια  που θέλουν καμάρεμα[κλάδεμα] για να περάσουν τα νιόγαμπρα, είναι η μάνα του γαμπρού. Λαμπροφορεμένη και ‘’αρματωμένη’’ με όλα της τα χρυσαφικά, μπαινοβγαίνει στην πόρτα του σπιτιού της γεμάτη άγχος μέχρι να δει το γιο της με τη νύφη να ‘ρχονται.
Οι τελευταίοι και καλύτεροι στίχοι του είναι αυτοί που η μάνα κουβεντιάζει και δίνει παραγγελίες στον Ήλιο και το Φεγγάρι.

Ήλιε μου κι άσπρο φεγγάρι
έστειλα ένα νιο κλωνάρι
έστειλα ένα νιο κλωνάρι
καρτερώ ένα ζευγάρι.

Οι στίχοι του:

Στου κύρη γαμπρού την πόρτα
τι δασιά είν[αι] τα κυπαρίσσια
τι δασιά είν’[αι] τα κυπαρίσσια
καμαρέψτε τα* μια ψίχα*
καμαρέψτε τα μια ψίχα
να διαβεί γαμπρός και η νύφη

Του κύρη γαμπρού η μάνα
τι πολύ είν’ αρματωμένη;
τι πολύ είν’ αρματωμένη
και στην πόρτα μπαινοβγαίνει.

Και στην πόρτα μπαινοβγαίνει
με τον Ήλιο παραγγέλνει
με τον Ήλιο παραγγέλνει
και με το φεγγάρι λέει

Και με το φεγγάρι λέει
Ήλιε μου κι άσπρο φεγγάρι
Ήλιε μου κι άσπρο φεγγάρι
έστειλα ένα νιο κλωνάρι
έστειλα ένα νιο κλωνάρι
καρτερώ ένα ζευγάρι

*καμαρέψτε τα= στρογγυλέψτε τα, κλαδέψτε τα.
*μια ψίχα= λίγο






                                                                    10.


                                1929. Λαϊκή κομπανία από τον Ασπροπόταμο.

                          Τι τα φυλάς τα νιάτα σου

                            [τραγούδι της αγάπης από τη Νότια Πίνδο]

                                                        Χορός: Τσάμικος

Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κάποιος και γνωμικό τραγούδι, γιατί εκτός από τα ρομαντικά στοιχεία που έχει στους στίχους του, εκφράζει και ρεαλιστικές φιλοσοφικές απόψεις για το πρόσκαιρο της νεότητας και τον τελικό αφανισμό όσων νομίζουν οι άνθρωποι ως σπουδαία. Το θέμα του παλιού αυτού τραγουδιού*, είναι πολύ γνωστό, παρόλο που οι στίχοι διαφοροποιούνται ανάλογα με την περιοχή που χρησιμοποιείται. Τις περισσότερες φορές το συναντάμε  σε ρυθμό Καλαματιανού χορού. Στις περιοχές όμως που διαρρέει ο Αχελώος[χωριά Ασπροποτάμου, Αργιθέα, Ευρυτανικά Άγραφα και ορεινός Βάλτος] λέγεται μ’ αυτούς τους στίχους και σε ρυθμό τσάμικου.
Το τραγουδούσε υπέροχα ο θείος μου Βασιλάκης Η. Υφαντής[τον οποίο  κατέγραψα, αλλά και προσπάθησα να πάρω στοιχεία στον τρόπο ερμηνείας].

Οι στίχοι του:

Ορέ τι τα φυλάς, τι τα φυλάς τα νιάτα σου
τι τα φυλάς τα νιάτα σου
 ο χάρος θα τα πάρει[δις]
Ορέ έλα να τα  έλα να τα γλεντήσουμε
έλα να τα γλεντήσουμε
σε μια μηλιά από κάτω[δις]
Ορέ να πέφτουν τ’ α- να πέφτουν τ’ άνθη επάνω μας
να πέφτουν τ’ άνθη επάνω μας
τα μήλα στην ποδιά σου[δις]

*Οι πιο παλιές ηχογραφήσεις του τραγουδιού έγιναν με τη  μορφή αμανέ από τον Α. Διαμαντίδη[Νταλκά] το 1928 και την κ.Πιπίνα[Δέσποινα Καλλιγγέρη] το 1929.




                                                            11.



                      Γαλάζια που’ ναι η θάλασσα

             [τραγούδι της αγάπης από την Πυρσόγιαννη Κόνιτσας]

                                                    Χορός: Καλαματιανός

Το τραγούδι είναι σίγουρα εισαγόμενο στην Πυρσόγιαννη, γιατί δεν ταιριάζει ούτε μουσικά ούτε χορευτικά με τα γηγενή της περιοχής. Πιθανότατα το έφεραν στο μαστοροχώρι οι περίφημοι τεχνίτες της πέτρας που πήγαιναν για εργασία σε όλο τον Ελλαδικό χώρο, αλλά και έξω απ’ αυτόν. Είναι σίγουρο ότι το τραγούδι υπήρχε από παλιά στη Στεριανή Ελλάδα  με διάφορες παραλλαγές στο στίχο ή ακόμη και διαφορετική θεματολογία, αλλά με την ίδια πάντα μελωδία. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι ακόμη και οι Έλληνες καλλιτέχνες που μετανάστευσαν στην Αμερική το πήραν μαζί τους πέρα από τον Ατλαντικό και το έβαλαν στους πρώτους δίσκους που ηχογράφησαν εκεί.  Έτσι λοιπόν το βρίσκουμε το 1934  σε ηχογράφηση της Αμερικής από τον Μιχάλη Καγκάνη[από την Περίστα Ναυπακτίας] και τον Πάνο Μαμάκο[από τη Λακωνία] στο κλαρίνο.

Οι στίχοι του:

Γαλάζια που, γαλάζια που’ ναι η θάλασσα
γιε μ’ μελαχρινό είν’ το κύμα
 σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα[δις]
Θυμά- καλέ θυμάσαι που σε φίλησα
μεσ’ στ’ αμπέλι στη σταφίδα
πρώτη μου φορά που σ’ είδα[δις]
Και βα- καλέ και βάλαμε και μαρτυριά
δυο βεργούλες απ’ το κλίμα
σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα[δις]
Τώρα καλέ τώρα τα φύλλα πέσανε
γιε μ’ και ποιος θα μαρτυρήσει
αχ ψηλό μου κυπαρίσσι[δις]
Μαρτύ- καλέ μαρτύρα το βρε πλάτανε
γιε μ’ και συ βρε κρύα βρύση
ποιος σ’ έχει γλυκοφιλήσει[δις].





                                                             12.




                 Ο καημός της Αγραφιωτοπούλας
                      
                                           [τραγούδι από την Καρδίτσα]

                                                     Χορός: στα τρία

Πριν η τεχνολογία επέμβει ευεργετικά και δημιουργήσει την ατμόσφαιρα που ο καθένας θέλει στο χώρο του, εκείνη που καθόριζε το περιβάλλον ζωής των ανθρώπων ήταν αυστηρά η ίδια η φύση. Σ’ αυτή λοιπόν, την από καταβολής κόσμου φυσική κατάσταση, οι καμπίσιοι ένιωθαν ευνοημένοι, γιατί το Χειμώνα δεν τους ‘’έχωναν’’ τα χιόνια, όπως τους βουνίσιους και  τα εύφορα χωράφια τους παρήγαγαν όσα, τότε, είχαν ανάγκη οι άνθρωποι. Οι ορεσίβιοι αντίστοιχα, μπορεί να πέρναγαν δύσκολα τους Χειμώνες, ένιωθαν όμως πολύ προνομιούχοι τα Καλοκαίρια μεσ’ τη δροσιά που τους χάριζαν τα ελατοσκέπαστα βουνά τους και τα δροσερά νερά που ξεπηδούσαν από τα βραχώδη σπλάχνα τους. Δεν άλλαζαν με όλα τα καλά του κόσμου αυτά τα προνόμια και θεωρούσαν δυστυχείς τους ανθρώπους του κάμπου που ‘’έλιωναν’’ στις ζέστες.
Φτωχά όμως κορίτσια, από τα ορεινά, αναγκάζονταν κάποιες φορές να τα παντρεύουν οι γονείς τους  σε προξενιά που έρχονταν από τα καμποχώρια με μόνο κριτήριο να ζήσουν καλύτερα, αφού όπως είπαμε, εκεί  έβγαινε άφθονο σιτάρι, καλαμπόκι και όλα τα αναγκαία για επιβίωση. Τη δυσκολία προσαρμογής μιας Αγραφιωτοπούλας στο κλίμα του κάμπου της Καρδίτσας  περιγράφει το συγκεκριμένο τραγούδι. Και, όπως είναι φυσικό, η κοπέλα ‘’τάχει’’ με τη μάνα της, γιατί αυτή ήταν που την πίεσε να παντρευτεί στα κατώμερα.

Οι στίχοι του:

Μάνα με κα- μανούλα μου, μάνα με κακοπάντρεψες
 μάνα με κακοπά-να-ντρεψες και μ’ ε- μάνα μ’ και μ’ έδωσες στον κάμπο
Κι εγώ στον κα- μανούλα μου κι εγώ στο κάμα* δε βαστώ
κι εγώ στο κάμα δε-νε-βαστώ, ζεστό μάνα μ’ ζεστό νερό δεν πίνω.

Έλα μανού μωρ’ μάνα μου, έλα μανούλα μ’ να με  δεις
έλα μανούλα μ’ να-να με δεις, στον κα- μάνα μ’ στον κάμπο να θερίζω

Να δεματιά- μανούλα μου ,να δεματιάζω τα σπαρτά
να δεματιάζω τα να-σπαρτά, να κου-μάνα μ’ να κουβαλώ στ’ αλώνι.

*κάμα=  υπερβολική ζέστη





                                                               13.





                    Ποιος ήταν π’ αναστέναξε

                                    [παραλογή από την Αργιθέα]

                                                       Χορός: κλειστός

Οι παραλογές είναι ιδιαίτερα δημοτικά τραγούδια,  που συνήθως αφηγούνται μια υπόθεση με παραμυθητικό τρόπο,  από την αρχή μέχρι το τέλος της, έχοντας, όπως είναι φυσικό, μέσα τους έντονο το στοιχείο της υπερβολής.
Το συγκεκριμένο τραγούδι, που το βρίσκουμε σε πολλές περιοχές της Ελληνικής επικράτειας[Β. Ήπειρο, Αρκαδία, Αργιθέα και αλλού], περιγράφει το δράμα ενός νιόπαντρου, που κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, βρέθηκε κατάδικος– στις περισσότερες περιπτώσεις σε καράβι- και είδε στον ύπνο του ότι παντρευόταν η γυναίκα του. Προκάλεσε με τον αναστεναγμό του τη συμπάθεια του αυθέντου του, που τον σπλαχνίστηκε και τον αποδέσμευσε. Ελεύθερος πια, με πρωταγωνιστή το γρήγορο άλογό του, μπήκε στην περιπέτεια να προλάβει το ‘’κακό’’.
Μου προξένησε εντύπωση- και γι’ αυτό το ενέταξα στο cd- ότι  ενώ και στον ορεινό Βάλτο, που έχει ισχυρές επιρροές από την Αργιθέα, οι στίχοι του διηγούνται αυτήν ακριβώς την υπόθεση, το βρήκα και σε μια διαφορετική εκδοχή, όπου ο κατάδικος που αναστενάζει είναι βαρυποινίτης, παραθαλάσσιων ή νησιωτικών φυλακών και αναστενάζει απελπισμένος  από την δωδεκαετή, μέχρι τώρα, κάθειρξη μη βλέποντας καμιά χαραμάδα  ελπίδας  να ζήσει ξανά ελεύθερος. Ο αναστεναγμός του είναι τόσο βαθύς, που καθηλώνει το καράβι που  είναι ελλιμενισμένο  ή πλέει στη θάλασσα.
Μικρή διαφορά παρουσιάζει η εκδοχή αυτή και στις ημέρες που έκανε παντρεμένος με τη γυναίκα  του ο άτυχος άντρας. Ενώ στη συνήθη περιγραφή είναι μόνο τρεις, εδώ τον βρίσκουμε να είναι εννιά, για να ταιριάζει ίσως  με τον αριθμό των δέντρων που φύτεψε στη φυλακή και ταύτισε την εξελικτική τους πορεία με το δικό του δράμα.

Οι στίχοι του:

-Ποιος ήταν  π’ αναστέναξε και το καράβι εστάθη
-Εγώ ήμουν π’ αναστέναξα κι εστάθη το καράβι
Εννιά μερών ήμουν γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος
                                         γύρισμα
Εννιά δεντράκια φύτεψα στης φυλακής την πόρτα
Κι απ’ τα εννιά καρπό έφαγα και λευτεριά δεν είδα.

                                                          
Οι στίχοι στη συνηθισμένη  και ολοκληρωμένη μορφή της παραλογής ενδεικτικά όπως λέγεται στη Β. Ήπειρο:

Τριομερήτικος γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
επήγε και σκλαβώθηκε σε φράγκικο καράβι.
Έπεσε ν' αποκοιμηθεί, λίγον ύπνο να κάνει,
Είδ’ όνειρο στον ύπνο του, παντρεύεται η καλή του,
 κι από τη στεναχώρια του βαριά αναστενάζει.
Τόσο βαριά αναστέναξε, που στάθηκε το καράβι.
Καραβοκύρης φώναξε ψηλά απ' το κατάρτι:
-Ποιος ήταν π’ αναστέναξε και στάθηκε το καράβι;
Αν είναι από τους δούλους μου διπλά θα τον πληρώσω,
 κι αν είναι από τους σκλάβους μου θα τόνε ξεσκλαβώσω.
Κι ο Κώστας ‘πολογήθηκε 'πο μέσα απ' το καράβι:
-Εγώ είμαι π' αναστέναξα και στάθηκε το καράβι.
-Τι έχεις, Κώστα, που θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;
Μηνά πεινάς, μηνά διψάς, μήνα ρούχα σου λείπουν
 -Ουδέ πεινώ, κι ουδέ διψώ, κι ουδέ ρούχα μου λείπουν.
Είδ' όνειρο στον ύπνο μου, παντρεύεται η καλή μου!
-Κώστα, για το χατίρι σου θα σε ξελευτερώσω.
Βάλε τελάλη στ' άλογα σε δώδεκα τσαϊρια,
ποιο είναι το άξιο το άλογο, το άξιο και της αρρέντας.
 Τρεις μέρες το περπάτημα, τρεις ώρες να το κάμει!
Κι όσ' άλογα το άκουσαν, έπεσαν και ψοφήσαν,
κι όσες φοράδες το άκουσαν, έπεσαν κι απορίξαν,
κι όσα μουλάρια το άκουσαν, ελιανοκατουρόταν.
Ένας γρίβας, παλιόγριβας, σαρανταδυοπληγιάρης
 επάησε και χλιμίντρισε στην άκρη στο τσαίρι:
-Εγώ είμαι το άξιο το άλογο, το άξιο και της αρρέντας!
τρεις μήνες να είναι μακριά, τρεις μέρες θα το κάμω,
τρεις μέρες να είναι μακριά, τρεις ώρες θα το κάμω,
αν μ' αυγατίσεις την τροφή σαράντα πέντε χούφτες,
 κι αν αυγατίσεις το νερό σαράντα πέντε κούπες,
να δέσεις το κεφάλι σου με δώδεκα μαντήλια,
να δέσεις τη μεσούλα σου μαζί με τη δική μου!
Τυχαίνει λάκκος κι απηδώ, γκρεμός και πέφτεις κάτω.
Στο δρόμον όπου πήγαινε, στο δρόμο που πηγαίνει
 παρακαλούσε κι έλεγε, παρακαλεί και λέει:
Είθε να βρω τη μάνα μου στη βρύση που να πλένει,
Να βρω και τον πατέρα μου στ' αμπέλι να κλαδεύει.
Κι όπως επαρακάλεσε έτσι και τους εβρήκε.
-Καλή σου μέρα, μπάρμπα μου! - Καλώς τον το διαβάτη!
 Μπάρμπα, που γίνεται χαρά, που γίνονται τα γλέντια;
Γιατί λαλούνε τα βιολιά και ποιάνου νύφη παίρνουν;
-Στις αστραπές και στις βροντές, του γιου μου του χαμένου,
που χάθηκε μέσα στη σκλαβιά, δώδεκα χρόνους τώρα,
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρει άλλον άντρα,
 εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Αν σφίξω εγώ το γρίβα μου, το που θα τους προφτάσω;
-Αν είναι ο γρίβας γρήγορος τους φτάνεις μες στο δρόμο,
κι αν είναι ο γρίβας άναργος εκεί που στεφανώνουν.
Ο γρίβας βγήκε γρήγορος, τους πρόφτασε στο δρόμο.
 -Καλημέρα, συμπέθεροι! - Καλώς τον το διαβάτη!
-Πως το 'χετε στον τόπο σας, τη νύφη να κεράσω;
-Εμείς στον τόπο το 'χομε τη νύφη να κερνούμε
όποιος γροσιά, κι όποιος φλωριά, και όποιος δαχτυλίδια.
Το δαχτυλίδιν έβγαλε, στέκει και την κερνάει.
 Η νύφη γράμματ' ήξερε, στέκει και το διαβάζει.
-Τούτος ειν' ο αρραβώνας μου, το πρώτο μου στεφάνι!
Στην αγκαλιά του ρίχτηκε, στα κάπουλα τη βάνει.
-Έχετε γεια, συμπέθεροι, γαμπρέ σαν το γομάρι!
Όσο να πούνε "που 'ναι τος", πήρε σαράντα ράχες
 κι όσο να πούνε "πιάστε τον' κι άλλες σαράντα πέντε.





                                                                         14.





                              Άιντε μαρ’ μηλιά

                       [Καραγκούνικο τραγούδι του γάμου]

           Χορός: Συγκαθιστός, αντικριστός του γαμπρού και της νύφης.

Οι Καραγκούνηδες που κατοικούν στη Δυτική Θεσσαλία, στους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσας, διαμόρφωσαν  στη μακρόχρονη παρουσία τους σ’ αυτές τις περιοχές δικά τους κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, τα οποία κατά γενική ομολογία τηρούν  με υποδειγματική πειθαρχία και εμμονή.
Το τραγούδι ‘’Άιντε μαρ’ μηλιά’’ είναι από τα γαμήλια της μουσικής τους παράδοσης και χορεύεται  ως συγκαθιστός χορός, κατά ζεύγη, αντικριστά με ελευθερία κινήσεων, αφού οι χορευτές δεν πιάνονται μεταξύ τους.

Οι στίχοι του:

Άιντε μαρ’ μηλιά, άιντε μαρ’ μηλιά
άιντε μαρ΄ μηλιά και τριανταφυλλιά
και τριανταφυλλιά.

Μ’ έβαλες μαράζι, μ’ έβαλες μαράζι
μ’ έβαλες μαράζι, ντέρτι στην καρδιά
ντέρτι στην καρδιά.

Το κόκκινο μαντήλι, το κόκκινο μαντήλι
το κόκκινο μαντήλι που βάζεις στα μαλλιά
που βάζεις στα μαλλιά.

Να μην το ξαναβάλεις, να μην το ξαναβάλεις
να μην το ξαναβάλεις, τρελαίνεις τα παιδιά
τρελαίνεις τα παιδιά.




                                                                    15.


                             Παρασκευούλα
       
[τραγούδι της αγάπης από τον ορεινό Βάλτο Αιτωλ/νίας]


                                                                    Χορός: στα τρία

Το περπάτημα της γυναίκας-ειδικά της ανύπαντρης κοπέλας και της χήρας- σχολιάζεται ποικιλοτρόπως, αλλά πάντοτε θετικά, στα δημοτικά μας τραγούδια. Θεωρείται στολίδι, που ομορφαίνει όχι μόνο την ίδια την κοπέλα αλλά και το χώρο και όσους έχουν την τύχη να το απολαμβάνουν. Το παρομοιάζουν πότε με της πέρδικας και πότε με της πάπιας ή της χήνας. Ο αιθέριος και ανάλαφρος βηματισμός ταιριάζει ίσως και με την Ελληνική ιδιοσυγκρασία, που δεν αρέσκεται στην οκνότητα,  χαρακτηρίσει τον εύστροφο άνθρωπο γι’ αυτό και υμνήθηκε τόσο στα παραδοσιακά τραγούδια.
Το τραγούδι στις περιοχές των Τζουμέρκων και του Ασπροποτάμου το συναντάμε ως τσάμικο. Στα χωριά όμως του ορεινού Βάλτου της Αιτωλ/νίας και των Ευρυτανικών Αγράφων τραγουδιέται στα τρία.

Οι στίχοι του:

Σιγά-σιγά Παρασκευούλα μου
σιγά-σιγά να που περπατείς
σιγά-σιγά να που περπατείς
και τη μεσου-μεσούλα σου κρατείς.

Κάνεις τους νιους Παρασκευούλα μου
κάνεις τους νιους, τους νιους να χαίρονται
κάνεις τους νιους, τους νιους να χαίρονται
γερόντους να μωρέ να μαραίνονται

Κάνεις κι εμέ-Παρασκευούλα μου
κάνεις κι εμέ κι εμένα τα’ ορφανό
κάνεις κι εμέ κι εμένα τα’ ορφανό
να βρω μαχαι-μαχαίρι να σφαχτώ ή να σφαγώ.





                                                                                     16.


          Πίνακας του Thomas Bejiamin Kennington: Πίνοντας οι ψυχές απ' τα νερά της Λήθης




                       Λαϊκή κομπανία από την Κανδήλα Ξηρομέρου, πριν τον πόλεμο.
Κλαρίνο: Γιαννακός Κολλιός, Βιολί: Μήτσος Μουρκούσης, Λαούτο: Σταύρος Μουρκούσης, Ντέφι: Μίχας Μουρκούσης.

                      [Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Νίκου Μήτση]




                              Ανάθεμα που φύτευε

                          [Μοιρολόι  από το Ξηρόμερο Αιτωλ/νίας]

                                                               Χορός: Τσάμικος

Στο μελαγχολικό αυτό τραγούδι καταγράφεται η θλίψη και η νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή. Ο πόνος γίνεται ασύγκριτα μεγαλύτερος τις γιορτινές μέρες, ειδικά  για τους νέους, που έφυγαν παράκαιρα από τον κόσμο και η απουσία τους  βαραίνει την οικογενειακή ατμόσφαιρα,  με συνειρμούς που δημιουργούν άσχημη ψυχολογία  σ’ αυτούς που έμειναν πίσω.
Στο ποιητικό κείμενο του τραγουδιού αναθεματίζεται αυτός που φύτεψε μηλιά στον Κάτω κόσμο, ξεγελάει με τους καρπούς της ο Χάροντας τους πεθαμένους και δεν τους αφήνει να έρθουν, έστω κάποιες σημαδιακές μέρες, κοντά στους δικούς τους. Η μηλιά εδώ αντιστοιχεί με το γάργαρο νερό της   βρύσης ή του ποταμού της Λήθης απ’ όπου οι νεκροί πίνουν και λησμονούν τον επάνω κόσμο. Αντίθετα η λεμονιά, που κάνει το Χάροντα να δείχνει έλεος και συμπόνια, αντιστοιχεί με το ίδιο νερό που κατά λάθος κάποιες φορές θολώνουν οι ζωντανοί και που αν το πιουν-σύμφωνα με την Ελληνική λαογραφία- οι πεθαμένοι θυμούνται και θέλουν να γυρίσουν πίσω.  

Οι στίχοι του:

Ανάθεμα που φύτευε μηλιά στον Κάτω Κόσμο
δε φύτευε μια λεϊμονιά  να λεημονιέται* ο Χάρος.
Να τους αφήνει να ‘ρχονται δυο τρεις φορές το χρόνο.
σαν του Χριστού, σαν τη Λαμπρή,  σαν τς Αποκρές το βράδυ.
Για να χαρούν οι αδερφές μωρέ να γλυκαθούν οι μάνες.

λεημονιέται* ( ο Χάρος) : να γίνεται ελεήμων προς τις ψυχές, να δείχνει έλεος .[παρετυμολογικώς προς το λεϊμόνι].

-Το τραγούδι βγαίνει για πρώτη φορά στη δισκογραφία.





                                                                          17.


.

                         Εγώ είμαι το τριαντάφυλλο

                                 [Ηπειρώτικο ερωτικό-εποχικό]

                                                      Χορός: στα τρία

Προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει κανείς το νόημα από τους στίχους αυτού του τραγουδιού, είναι αναγκασμένος να το συνδέσει με την αρχέγονη αντίληψη που ήθελε η εποχή της Άνοιξης να είναι αυτή που αφυπνίζει τη φύση από το νέκρωμα του Χειμώνα, η ζωή να νικάει το θάνατο και η ελπίδα την απογοήτευση.
Ζωντάνια δε νοείται, φυσικά, χωρίς το ερωτικό στοιχείο, το οποίο είναι απαραίτητο για τη συνέχεια της ζωής.
Όλα αυτά συμπυκνώνονται και συμβολίζονται με το ωραιότερο ίσως λουλούδι της φύσης που είναι το τριαντάφυλλο. Αυτό αντιπροσωπεύει την Άνοιξη, αυτό την ομορφιά, αυτό το ερωτικό σκίρτημα, αυτό τη διαιώνιση της ζωής.

Οι στίχοι του:

Εγώ μωρέ, εγώ, εγώ είμαι το τριαντάφυλλο
εγώ είμαι το τριαντάφυλλο, της Άνοιξης στολίδι
της Άνοιξης στολίδι
Που το μωρέ, που το Χειμώνα κρύβομαι
που το Χειμώνα κρύβομαι στης αγκαθιάς τη ρίζα
στης αγκαθιάς τη ρίζα.
Το Μάη μωρέ, το Μάη μήνα φαίνομαι
το Μάη μήνα φαίνομαι σε νιόπαντρα ζευγάρια
σε νιόπαντρα ζευγάρια.
Σε πα-μωρέ σε παντρεμένες γόνατα
σε παντρεμένες γόνατα στων κοριτσιών τον κόρφο
στων κοριτσιών τον κόρφο.





                                              18.

         
                     Βγήκα ψηλά και πλάγιασα

                                  [Μοιρολοϊ από την Ήπειρο]

Ο θρήνος για τους νεκρούς είναι συνήθεια όλων των λαών. Ο τρόπος εκδήλωσης διαφέρει μόνο. Στην Ήπειρο και στη Μάνη τα μοιρολόγια είναι τόσο ισχυρά που θεωρείται αδιανόητο να μην τιμηθεί ο νεκρός με τα θρηνητικά αυτά τραγούδια. Στην Ήπειρο ειδικά όλα τα γλέντια, είτε γάμος είναι είτε πανηγύρι, ξεκινούν απαραίτητα με μοιρολόι[οργανικό ή τραγουδιστικό]. Είναι μια ένδειξη τιμής όχι μόνο για τους νεκρούς αλλά και για τους ξενιτεμένους που απουσιάζουν από τη χαρά.
Το συγκεκριμένο μοιρολόι αναφέρεται σ’ ένα  παλικάρι που επειδή σκοτώθηκε και θάφτηκε σε ξένον τόπο  δεν του αποδόθηκαν οι τιμές που αρμόζουν στους νεκρούς, με αποτέλεσμα η ψυχή του να μη μπορεί να ησυχάσει. Υπήρχε πάντα η πεποίθηση στο λαό μας ότι αν κάποιος σκοτωθεί άδικα ή δεν κατευοδωθεί για τον κάτω κόσμο με την τάξη που αρμόζει,  να μη βρίσκει ηρεμία η ψυχή του και ή να βογκάει το αίμα του στο χώρο που απεβίωσε ή να εμφανίζεται το φάντασμα του στους οικείους του και να ζητάει ψυχική αποκατάσταση.
Το τραγούδι ερμηνεύεται στην Ήπειρο με δυο τρόπους. Ο καθένας έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν μοναδικό. Ο ένας είναι της ‘’σχολής’’ των Χαλκιάδων και ο δεύτερος της ‘’σχολής’’ του Αλέκου Κιτσάκη και του Βασίλη Μπατζή. Εμείς ακολουθήσαμε τη δεύτερη.

Οι στίχοι του:

Αχ βγήκα ψηλά γιε μου και πλα- αχ και πλάγιασα
αχ σε πέτρα γιε μου σε λιθάρι.
Αχ κι εκεί ήταν μνήμα  γιε μου κλε- μωρέ κλέφτικο
αχ θαμμένο πα-μωρέ παλικάρι.
Αχ κι ακού[ω] το μνήμα γιε μου να μωρέ να βογγά
αχ βαριά ν’ ανα-αχ ν’ αναστενάζει
Αχ παρ’ αδερφέ μου το κορμά- αχ κορμάκι μου
αχ και θάψτο στο μωρέ στο χωριό μας.